στο λεξικό PONS
Cap <-[s], -s> [kæp] ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
- Cap (Maximalzinssatz)
- cap
CAP <-> ΟΥΣ θηλ kein πλ
CAP συντομογραφία: Gemeinsame Agrarpolitik
- CAP
- CAP
- CAP
-
cap and ˈtrade ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Cap ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Small Cap ΟΥΣ θηλ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
-
- small cap
Mid Cap ΟΥΣ ουδ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
- Mid Cap (bereits gut am Markt eingeführtes Unternehmen)
- mid cap
Budget Cap ΟΥΣ ουδ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
- Budget Cap (Budgetlimit, "Deckel")
- budget cap
Cap-Vereinbarung ΟΥΣ θηλ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
- Cap-Vereinbarung
- cap agreement
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
- cap
- Cap (5’ Ende einer mRNA)
- cap
- Cap
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.