στο λεξικό PONS
I. be·trieb·lich [bəˈtri:plɪç] ΕΠΊΘ προσδιορ
1. betrieblich (den Betrieb betreffend):
2. betrieblich (vom Betrieb geleistet):
II. be·trieb·lich [bəˈtri:plɪç] ΕΠΊΡΡ (durch den Betrieb der Firma)
- betriebliches Arbeitsvermögen
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.