στο λεξικό PONS
Ge·sell·schaf·ter·bi·lanz <-, -en> ΟΥΣ θηλ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
Mus·ter·bi·lanz <-, -en> ΟΥΣ θηλ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
Steu·er·bi·lanz·ge·winn ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
Steu·er·bi·lanz·recht <-(e)s, ohne pl> ΟΥΣ ουδ ΝΟΜ, ΧΡΗΜΑΤΟΠ
Steu·er·bi·lanz·wert <-(e)s, -e> ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
Steu·er·bi·lanz <-, -en> ΟΥΣ θηλ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
Son·der·bi·lanz <-, -en> ΟΥΣ θηλ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
Er·trags·steu·er·bi·lanz <-, -en> ΟΥΣ θηλ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
Stief·toch·ter <-, -töchter> ΟΥΣ θηλ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Unterbilanz ΟΥΣ θηλ ΛΟΓΙΣΤ
Außerbilanzgeschäft ΟΥΣ ουδ ΛΟΓΙΣΤ
Steuerbilanz ΟΥΣ θηλ ΛΟΓΙΣΤ
außerbilanziell ΕΠΊΘ ΛΟΓΙΣΤ
Wertpapiertochter ΟΥΣ θηλ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣ ΔΟΜ
Auslandstochter ΟΥΣ θηλ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣ ΔΟΜ
Primärbilanz ΟΥΣ θηλ ΛΟΓΙΣΤ
Tochtergesellschaft ΟΥΣ θηλ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣ ΔΟΜ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.