στο λεξικό PONS
I. sub·sidi·ary [səbˈsɪdiəri, αμερικ -eri] ΕΠΊΘ
II. sub·sidi·ary [səbˈsɪdiəri, αμερικ -eri] ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ
for·eign sub·ˈsidi·ary ΟΥΣ
whol·ly-owned sub·ˈsidi·ary ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ
subsidiary ΟΥΣ
second-tier subsidiary ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
subsidiary ΟΥΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣ ΔΟΜ
securities subsidiary ΟΥΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣ ΔΟΜ
foreign subsidiary ΟΥΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣ ΔΟΜ
subsidiary tool ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
wholly owned subsidiary ΟΥΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣ ΔΟΜ
fully owned subsidiary ΟΥΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣ ΔΟΜ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.