στο λεξικό PONS
Fa·mi·li·en·an·ge·hö·ri·ge(r) <-n, -n; -n, -n> ΟΥΣ θηλ(αρσ) κλιν τύπος wie επίθ
Fa·mi·li·en·rich·ter(in) <-s, -; -, -nen> ΟΥΣ αρσ(θηλ) ΝΟΜ
Fa·mi·li·en·aus·weis ΟΥΣ αρσ
Fa·mi·li·en·nach·züg·ler(in) ΟΥΣ αρσ(θηλ) ΚΟΙΝΩΝΙΟΛ
Fa·mi·li·en·mi·nis·ter(in) ΟΥΣ αρσ(θηλ)
- Familienminister(in)
-
Fa·mi·li·en·an·zei·ge <-, -n> ΟΥΣ θηλ
Fa·mi·li·en·al·bum ΟΥΣ ουδ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Unterhaltsgeld für Familienangehörige phrase ΚΡΆΤΟς
Familiengesellschaft ΟΥΣ θηλ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣ ΔΟΜ
Familienstand ΟΥΣ αρσ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.