στο λεξικό PONS
Ein·stei·ger(in) <-s, -> ΟΥΣ αρσ(θηλ)
- Einsteiger(in)
-
- Einsteiger(in)
-
Stein·schmät·zer <-s, -> ΟΥΣ αρσ ΟΡΝΙΘ
Stein·schlag·schä·den ΟΥΣ πλ ΑΥΤΟΚ
Stein·schlag <-(e)s, -schläge> ΟΥΣ αρσ
Quer·ein·stei·ger(in) <-s, -> ΟΥΣ αρσ(θηλ)
Ein·stei·ni·um <-s> [ainˈʃtaini̯ʊm] ΟΥΣ ουδ kein πλ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Ersteinschuss ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Mindesteinschuss ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Markteinschätzung ΟΥΣ θηλ ΜΆΡΚΕΤΙΝΓΚ
Ορολογία μαγειρικής της Lingenio
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.