στο λεξικό PONS
Bu·ße <-, -n> [ˈbu:sə] ΟΥΣ θηλ
-
- Buße θηλ <-, -n>
-
- Buße θηλ <-, -n>
-
- Buße θηλ <-, -n>
-
- Buße θηλ <-, -n>
-
- Buße θηλ <-, -n>
-
- Buße θηλ <-, -n>
-
- Buße θηλ <-, -n> τυπικ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.