στο λεξικό PONS
Stim·mungs·ma·cher(in) ΟΥΣ αρσ(θηλ)
1. Stimmungsmacher μειωτ:
Re·gie·rungs·maß·nah·me ΟΥΣ θηλ ΠΟΛΙΤ
Sa·nie·rungs·maß·nah·me <-, -n> ΟΥΣ θηλ
1. Sanierungsmaßnahme ΟΙΚΟΔ:
2. Sanierungsmaßnahme ΧΡΗΜΑΤΟΠ:
Si·che·rungs·maß·nah·me ΟΥΣ θηλ
Schu·lungs·maß·nah·me ΟΥΣ θηλ ΟΙΚΟΝ
Vor·beu·gungs·maß·nah·me <-, -n> ΟΥΣ θηλ
Ver·gel·tungs·maß·nah·me <-, -n> ΟΥΣ θηλ
Be·kämp·fungs·maß·nah·me <-, -n> ΟΥΣ θηλ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Sanierungsmaßnahme ΟΥΣ θηλ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Vergeltungsmaßnahme ΟΥΣ θηλ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
Schulungsmaßnahme ΟΥΣ θηλ ΑΝΘΡ ΔΥΝΑΜ
Sicherungsmaßnahme ΟΥΣ θηλ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Steuerungsmaßnahme ΟΥΣ θηλ CTRL
Abstimmungsbetrag ΟΥΣ αρσ ΛΟΓΙΣΤ
Abstimmungsbuchung ΟΥΣ θηλ ΛΟΓΙΣΤ
Abstimmungscode ΟΥΣ αρσ ΛΟΓΙΣΤ
Abstimmungsdatum ΟΥΣ ουδ ΛΟΓΙΣΤ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.