στο λεξικό PONS
pre·ven·ta·tive [prɪˈventətɪv, αμερικ -t̬ət̬ɪv] ΕΠΊΘ αμετάβλ
preventative → preventive
pre·ven·tive [prɪˈventɪv, αμερικ -t̬-] ΕΠΊΘ αμετάβλ
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
preventative ΕΠΊΘ
- preventative
-
- preventative
-
preventative measure
- preventative measure
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.