στο λεξικό PONS
Prä·ven·tiv·maß·nah·me <-, -n> ΟΥΣ θηλ
- Präventivmaßnahme
-
-
- Präventivmaßnahme θηλ <-, -n>
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Präventivmaßnahme ΟΥΣ θηλ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
- Präventivmaßnahme
-
-
- Präventivmaßnahme θηλ
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
-
- Präventivmaßnahme
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.