öf·ters [ˈœftɐs] ΕΠΊΡΡ ιδιωμ
öfters → öfter
öf·ter(s) [ˈœftɐ(s)] ΕΠΊΡΡ ιδιωμ
öfter(s) → öfter
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.