édifice [edifis] ΟΥΣ αρσ
artifice [aʀtifis] ΟΥΣ αρσ
1. artifice (moyen ingénieux):
orifice [ɔʀifis] ΟΥΣ αρσ
sacrifice [sakʀifis] ΟΥΣ αρσ
2. sacrifice sans πλ (renoncement):
3. sacrifice ΘΡΗΣΚ:
-
- Opferung θηλ
bénéfice [benefis] ΟΥΣ αρσ
1. bénéfice ΕΜΠΌΡ:
2. bénéfice (avantage):
3. bénéfice ΝΟΜ:
II. bénéfice [benefis]
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.