apparent(e) [apaʀɑ͂, ɑ͂t] ΕΠΊΘ
2. apparent (évident, manifeste):
3. apparent (supposé, trompeur):
- apparent(e)
-
4. apparent ΙΑΤΡ:
- apparent(e) symptomes
- apparent ειδικ ορολ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.