I. sichtbar ΕΠΊΘ
II. sichtbar ΕΠΊΡΡ
-  sichtbar altern, abnehmen, zunehmen
-  
-  sichtbar sich verändern, verbessern, verschlechtern
-  
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
