conscience [kɔ͂sjɑ͂s] ΟΥΣ θηλ
1. conscience sans πλ ΨΥΧ:
2. conscience sans πλ (connaissance):
3. conscience sans πλ:
4. conscience (libre arbitre):
II. conscience [kɔ͂sjɑ͂s] ΚΟΙΝΩΝΙΟΛ
conscience ΟΥΣ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.