conscient(e) [kɔ͂sjɑ͂, jɑ͂t] ΕΠΊΘ
1. conscient (informé):
2. conscient (intentionnel):
-  conscient(e) geste, méchanceté
 -  
 
3. conscient (lucide):
-  conscient(e) personne
 -  
 
-  conscient(e) mouvement
 -  
 
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.