Melba
Melba → pêche
pêche2 [pɛʃ] ΟΥΣ θηλ sans πλ
1. pêche (profession):
2. pêche (domaine, secteur):
-
- Fischereiwesen ουδ
3. pêche:
-
- Angelsport αρσ
-
- Forellenfang αρσ
-
- Bootsangelei θηλ
-
- Grundangeln ειδικ ορολ
-
- Matchangeln ειδικ ορολ
-
- Stippangeln ειδικ ορολ
-
- Fliegenfischerei θηλ
-
- Bodenbleiangeln ειδικ ορολ
-
- Angelzubehör ουδ
4. pêche (période):
5. pêche (réserve):
-
- Fischfanggebiet ουδ
I. pêche1 [pɛʃ] ΟΥΣ θηλ
1. pêche:
II. pêche1 [pɛʃ] ΠΑΡΆΘ αμετάβλ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.