métier [metje] ΟΥΣ αρσ
1. métier (profession):
2. métier πλ (ensemble de métiers):
3. métier sans πλ (secteur d'activité):
- métier d'une entreprise, firme
-
4. métier sans πλ (rôle):
5. métier sans πλ:
6. métier ΤΕΧΝΟΛ, ΚΛΩΣΤ:
ιδιωτισμοί:
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
- les métiers de la communication