Bleues ΟΥΣ
- les Bleues ΠΟΔΌΣΦ
-
bleu [blø] ΟΥΣ αρσ
1. bleu:
2. bleu (marque):
3. bleu (vêtement):
4. bleu (fromage):
-
- Blauschimmelkäse αρσ
5. bleu:
6. bleu πλ ΑΘΛ:
bleu(e) [blø] ΕΠΊΘ
1. bleu:
II. bleu αρσ (fromage)
-
- Blauschimmelkäse αρσ
bas-bleu <bas-bleus> [bɑblø] ΟΥΣ αρσ μειωτ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.