Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. origin|al (originale) <αρσ πλ originaux> [ɔʀiʒinal, o] ΕΠΊΘ
2. original (créatif):
II. origin|al (originale) <αρσ πλ originaux> [ɔʀiʒinal, o] ΟΥΣ αρσ (θηλ) (personne excentrique)
στο λεξικό PONS
I. original(e) <-aux> [ɔʀiʒinal, o] ΕΠΊΘ
I. original(e) <-aux> [ɔʀiʒinal, -o] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.