Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
frustrant (frustrante) [fʀystʀɑ̃, ɑ̃t] ΕΠΊΘ
1. frustrant:
2. frustrant ΨΥΧ:
στο λεξικό PONS
frustrant(e) [fʀystʀɑ̃, ɑ̃t] ΕΠΊΘ
- frustrating period, experience
-
frustrant(e) [fʀystʀɑ͂, ɑ͂t] ΕΠΊΘ
- frustrating period, experience
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- frugivore
- fruit
- fruitarien
- fruitarisme
- fruité
- frustrante
- frustration
- frustré
- frustrer
- FS
- FSE