Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
-
- l'imprévu αρσ
- unexpected arrival, development, danger, event, expense, question, success
-
-
- imprévu αρσ
στο λεξικό PONS
imprévu(e) [ɛ̃pʀevy] ΕΠΊΘ
imprévu [ɛ̃pʀevy] ΟΥΣ αρσ
1. imprévu (ce à quoi on ne s'attend pas):
imprévu [ɛ͂pʀevy] ΟΥΣ αρσ
1. imprévu (ce à quoi on ne s'attend pas):
imprévu(e) [ɛ͂pʀevy] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- D.E.S.S.
- D.E.U.G.
- D.J.
- D.O.M.
- D.O.M.-T.O.M.
- d'imprévu
- dab
- dacquois
- dacron
- dactyle
- dactylique