Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette


audi|teur (auditrice) [oditœʀ, tʀis] ΟΥΣ αρσ (θηλ)
1. auditeur ΡΑΔΙΟΦ:
2. auditeur ΧΡΗΜΑΤΟΠ:
- auditeur (auditrice)
-
στο λεξικό PONS


auditeur (-trice) [oditœʀ, -tʀis] ΟΥΣ αρσ, θηλ
2. auditeur ΟΙΚΟΝ (métier):
- auditeur (-trice)
-
3. auditeur ΠΑΝΕΠ:
- auditeur libre
-


PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.