Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
-
- accroissement αρσ
-
- accroissement αρσ
-
- accroissement αρσ
-
- accroissement αρσ
-
- accroissement αρσ
-
- accroissement αρσ (of de)
-
- accroissement αρσ
στο λεξικό PONS
accroissement [akʀwasmɑ̃] ΟΥΣ αρσ
accroissement [akʀwasmɑ͂] ΟΥΣ αρσ
-
- accroissement αρσ
- expansion of population
- accroissement αρσ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Αναζήτηση στο λεξικό
- accréditif
- accro
- accroc
- accrochage
- accroche
- accroissement
- accroitre
- accroître
- accroupi
- accroupir
- accroupissement