Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. culte [kylt] ΟΥΣ αρσ
1. culte ΘΡΗΣΚ:
2. culte (ensemble de pratiques):
3. culte (office protestant):
- culte
-
III. culte [kylt]
- culte de la personnalité
-
-
- culte αρσ (of de)
-
- culte αρσ
-
- culte αρσ
στο λεξικό PONS
culte [kylt] ΟΥΣ αρσ
1. culte sans πλ (vénération):
- culte
-
2. culte sans πλ:
3. culte (office protestant):
- culte
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.