στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. halt1 [βρετ hɔːlt, αμερικ hɔlt] ΟΥΣ
III. halt1 [βρετ hɔːlt, αμερικ hɔlt] ΡΉΜΑ μεταβ
1. halt (stop temporarily):
- halt proceedings, game
-
2. halt (block):
- halt arms sales, experiments
-
- halt offensive
-
IV. halt1 [βρετ hɔːlt, αμερικ hɔlt] ΡΉΜΑ αμετάβ
- halt vehicle:
-
- halt army:
-
I. halt2 [βρετ hɔːlt, αμερικ hɔlt] ΕΠΊΘ σπάνιο
- halt
-
II. halt2 [βρετ hɔːlt, αμερικ hɔlt] ΡΉΜΑ αμετάβ
spring-halt [ˈsprɪŋˌhɔːlt] ΟΥΣ ΚΤΗΝΙΑΤΡ
- spring-halt
- sparaguagno αρσ
στο λεξικό PONS
I. halt [hɔ:lt] ΟΥΣ
II. halt [hɔ:lt] ΡΉΜΑ μεταβ
- halt
-
III. halt [hɔ:lt] ΡΉΜΑ αμετάβ
- halt
-
IV. halt [hɔ:lt] ΕΠΙΦΏΝ
- halt!
- alt!
-
- sospendere qc
| I | halt |
|---|---|
| you | halt |
| he/she/it | halts |
| we | halt |
| you | halt |
| they | halt |
| I | halted |
|---|---|
| you | halted |
| he/she/it | halted |
| we | halted |
| you | halted |
| they | halted |
| I | have | halted |
|---|---|---|
| you | have | halted |
| he/she/it | has | halted |
| we | have | halted |
| you | have | halted |
| they | have | halted |
| I | had | halted |
|---|---|---|
| you | had | halted |
| he/she/it | had | halted |
| we | had | halted |
| you | had | halted |
| they | had | halted |
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.