Oxford Spanish Dictionary
strict <stricter strictest> [αμερικ strɪkt, βρετ strɪkt] ΕΠΊΘ
1.1. strict (severe):
1.2. strict (rigorous):
2.1. strict (exact, precise):
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.