Oxford Spanish Dictionary
autoestima ΟΥΣ θηλ
auto- PREFIX
1. auto- (a sí mismo):
2. auto- (indicando automaticidad):
3. auto- ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΔΡ:
στο λεξικό PONS
self-esteem ΟΥΣ
-
- autoestima θηλ
I. low1 [ləʊ, αμερικ loʊ] ΕΠΊΘ
1. low (not high, not loud):
autoestima [au̯toesˈtima] ΟΥΣ θηλ
estimación ΟΥΣ θηλ
1. estimación (aprecio):
2. estimación (evaluación):
amor ΟΥΣ αρσ
I. low1 [loʊ] ΕΠΊΘ
II. low1 [loʊ] ΕΠΊΡΡ
estimación [es·ti·ma·ˈsjon, -ˈθjon] ΟΥΣ θηλ
1. estimación (aprecio):
2. estimación (evaluación):
amor [a·ˈmor] ΟΥΣ αρσ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.