Oxford Spanish Dictionary
financially [αμερικ fəˈnæn(t)ʃ(ə)li, faɪˈnæn(t)ʃ(ə)li, βρετ fʌɪˈnanʃ(ə)li, fɪˈnanʃ(ə)li] ΕΠΊΡΡ
financially sound/viable/involved:
- the company overreached itself financially
-
- to be financially embarrassed
-
-
- financially
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.