Oxford Spanish Dictionary
consistent [αμερικ kənˈsɪstənt, βρετ kənˈsɪst(ə)nt] ΕΠΊΘ
1. consistent (compatible):
στο λεξικό PONS
-
- consistent
-
- consistent
consistent [kən·ˈsɪs·tənt] ΕΠΊΘ
1. consistent (keeping to same principles):
- consistent
-
2. consistent (not varying):
- consistent
-
-
- consistent
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.