Oxford Spanish Dictionary
offence [αμερικ əˈfɛns, βρετ əˈfɛns] ΟΥΣ βρετ
offence → offense
offense, offence βρετ [αμερικ əˈfɛns, βρετ əˈfɛns] ΟΥΣ
1. offense C:
2.1. offense (cause of outrage):
2.2. offense U (resentment, displeasure):
3.1. offense αμερικ U (attack):
I. capital1 [αμερικ ˈkæpədl, βρετ ˈkapɪt(ə)l] ΟΥΣ
2. capital C (letter):
3. capital U ΧΡΗΜΑΤΙΣΤ:
II. capital1 [αμερικ ˈkæpədl, βρετ ˈkapɪt(ə)l] ΕΠΊΘ
2.1. capital (major):
3. capital ΤΥΠΟΓΡ:
στο λεξικό PONS
offence [əˈfents] ΟΥΣ
I. capital [ˈkæpɪtl, αμερικ -ət̬l] ΟΥΣ
I. capital [ˈkæp·ə·təl] ΟΥΣ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.