Oxford Spanish Dictionary
supreme [αμερικ suˈprim, βρετ suːˈpriːm] ΕΠΊΘ
1. supreme (of highest authority):
I. reign [αμερικ reɪn, βρετ reɪn] ΟΥΣ
II. reign [αμερικ reɪn, βρετ reɪn] ΡΉΜΑ αμετάβ
2. reign λογοτεχνικό chaos/peace:
στο λεξικό PONS
I. supreme [su:ˈpri:m, αμερικ səˈ-] ΕΠΊΘ
I. supreme [sə·ˈprim] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Αναζήτηση στο λεξικό
- suppression
- suppressor
- suppurate
- supra-
- supranational
- Supreme Soviet
- supremo
- Supt
- sup up
- sura
- surah