Oxford Spanish Dictionary
I. Caribbean [αμερικ ˌkɛrəˈbiən, kəˈrɪbiən, βρετ ˌkarɪˈbiːən, kəˈrɪbɪən] ΕΠΊΘ
sea [αμερικ si, βρετ siː] ΟΥΣ
1.1. sea (ocean) The noun → mar is feminine in literary language and in some set idiomatic expressions
2. sea (swell, turbulence) usu pl:
στο λεξικό PONS
sea [si:] ΟΥΣ
1. sea:
sea [si] ΟΥΣ
1. sea:
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- carful
- cargo
- cargo aircraft
- cargo boat
- cargo plane
- Caribbean Sea
- caribou
- caricature
- caricaturist
- caries
- carillon