στο λεξικό PONS
Ameri·can Civ·il War ΟΥΣ
civ·il en·gi·ˈneer ΟΥΣ
civ·il ˈlaw ΟΥΣ
civ·il en·gi·ˈneer·ing ΟΥΣ
civ·il ˈwar ΟΥΣ
civ·il [ˈsɪvəl] ΕΠΊΘ
1. civil προσδιορ, αμετάβλ:
2. civil (courteous):
3. civil προσδιορ, αμετάβλ (private rights):
civ·il ˈac·tiv·ist ΟΥΣ
civ·il dis·oˈbedi·ence ΟΥΣ no pl
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
code of civil procedure ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
civil law association ΟΥΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣ ΔΟΜ
civil service ΟΥΣ ΚΡΆΤΟς
German civil code ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
civil engineering
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.