στο λεξικό PONS
par·tici·pa·tion [pɑ:ˌtɪsɪˈpeɪʃən, αμερικ pɑ:rˌtɪsəˈ-] ΟΥΣ no pl
I. sur·plus <pl -es> [ˈsɜ:pləs, αμερικ ˈsɜ:r-] ΟΥΣ
1. surplus (excess):
2. surplus (financial):
II. sur·plus [ˈsɜ:pləs, αμερικ ˈsɜ:r-] ΕΠΊΘ αμετάβλ
1. surplus (extra):
2. surplus (dispensable):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
surplus participation ΟΥΣ ΑΣΦΆΛ
participation ΟΥΣ
- participation ΑΝΘΡ ΔΥΝΑΜ
- Partizipation θηλ
- participation ΑΝΘΡ ΔΥΝΑΜ
- Teilhabe θηλ
- participation ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
-
surplus ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
surplus ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
-
- Aktivsaldo αρσ
surplus ΟΥΣ CTRL
-
- Überbestand αρσ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
surplus [ˈsɜːpləs] ΟΥΣ
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
surplus [ˈsɜːpləs] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- surname
- surpass
- surpassing
- surpassingly
- surplice
- surplus participation
- surplus revenue
- surplus saving
- surplus sharing
- surplus value
- surprise