στο λεξικό PONS
I. ˈrun·away ΕΠΊΘ προσδιορ, αμετάβλ
1. runaway (out of control):
2. runaway (escaped):
3. runaway (enormous):
II. ˈrun·away ΟΥΣ
1. runaway (person):
- runaway
-
2. runaway ΤΕΧΝΟΛ:
- runaway
- Durchgehen ουδ
- thermal runaway
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.