στο λεξικό PONS
resi·den·tial [ˌrezɪˈden(t)ʃəl] ΕΠΊΘ αμετάβλ
1. residential (housing area):
2. residential (job requiring person to live in):
3. residential (used as a residence):
4. residential (concerning residence):
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
density ΟΥΣ
residential [ˌrezɪˈdenʃl] ΕΠΊΘ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
residential density land use, ΠΕΡΙΒ
density ΚΥΚΛΟΦ ΡΟΉ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.