στο λεξικό PONS
pos·sibil·ity [ˌpɒsəˈbɪləti, αμερικ ˌpɑ:səˈbɪlət̬i] ΟΥΣ
1. possibility (event or action):
2. possibility no pl (likelihood):
3. possibility (potential):
re·in·vest·ment [ˌri:ɪnˈvestmənt] ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
reinvestment possibility ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
reinvestment ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- reintroduce
- re-introduction
- reinvent
- reinvest
- reinvested earnings
- reinvestment possibility
- reinvestment premise
- reinvestment problem
- reissue
- reiterate
- reiteration