στο λεξικό PONS
pro·pri·etary trans·ˈac·tion ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
pro·pri·etary [prəˈpraɪətəri, αμερικ -teri] ΕΠΊΘ
1. proprietary ΟΙΚΟΝ, ΝΟΜ (with legal right):
trans·ac·tion [trænˈzækʃən] ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
proprietary transaction ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
proprietary trading transaction ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
transaction ΟΥΣ ΕΠΕΞΕΡΓ ΣΥΝΑΛΛ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.
Αναζήτηση στο λεξικό
- proposed resolution
- proposer
- proposition
- propound
- proprietary
- proprietary transaction
- proprietor
- proprietorial
- proprietor of a business
- proprietorship
- proprietress