στο λεξικό PONS
pre·ˈpay·ment pen·al·ty ΟΥΣ
pre·pay·ment [ˌpri:ˈpeɪmənt] ΟΥΣ
pen·al·ty [ˈpenəlti, αμερικ -t̬i] ΟΥΣ
1. penalty ΝΟΜ:
2. penalty μτφ (punishment):
3. penalty (disadvantage):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
prepayment ΟΥΣ ΕΠΕΞΕΡΓ ΣΥΝΑΛΛ
-
- Anzahlung θηλ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.