στο λεξικό PONS
dis·abil·ity [ˌdɪsəˈbɪləti, αμερικ -ət̬i] ΟΥΣ
1. disability (incapacity):
2. disability no pl (condition):
3. disability (disadvantage):
cov·er·age [ˈkʌvərɪʤ] ΟΥΣ no pl
1. coverage (reporting):
2. coverage (dealing with):
- to give comprehensive coverage of sth
- etw ausführlich behandeln
3. coverage αμερικ (insurance):
oc·cu·pa·tion·al [ˌɒkjəˈpeɪʃənəl, αμερικ ˌɑ:kjəˈ-] ΕΠΊΘ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
occupational disability coverage ΟΥΣ ΑΣΦΆΛ
coverage ΟΥΣ ΑΣΦΆΛ
coverage ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
-
- Erfassung θηλ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
disability
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.