στο λεξικό PONS


I. mi·grant [ˈmaɪgrənt] ΟΥΣ
1. migrant:
mi·grant ˈla·bour·er, αμερικ migrant laborer ΟΥΣ
ir·regu·lar mi·grant ΟΥΣ EE ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS


migrant laborer ΟΥΣ ΑΝΘΡ ΔΥΝΑΜ


Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
migrant [ˈmaɪɡrnt] ΟΥΣ
economic migrant ΟΥΣ
migrant worker ΟΥΣ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.