στο λεξικό PONS
me·di·aeval ΕΠΊΘ
mediaeval → medieval
me·di·eval [ˌmediˈi:vəl, αμερικ ˌmi:diˈ-] ΕΠΊΘ αμετάβλ
1. medieval (from Middle Ages):
2. medieval μειωτ οικ (old-fashioned):
me·di·eval [ˌmediˈi:vəl, αμερικ ˌmi:diˈ-] ΕΠΊΘ αμετάβλ
1. medieval (from Middle Ages):
2. medieval μειωτ οικ (old-fashioned):
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
medieval castle
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.