στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
mediaeval
mediaeval → medieval
medieval [βρετ ˌmɛdɪˈiːv(ə)l, ˌmɛdˈiːv(ə)l, αμερικ ˌmɛd(i)ˈivəl, ˌmid(i)ˈivəl] ΕΠΊΘ
1. medieval ΙΣΤΟΡΊΑ:
2. medieval (primitive):
medieval [βρετ ˌmɛdɪˈiːv(ə)l, ˌmɛdˈiːv(ə)l, αμερικ ˌmɛd(i)ˈivəl, ˌmid(i)ˈivəl] ΕΠΊΘ
1. medieval ΙΣΤΟΡΊΑ:
2. medieval (primitive):
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.