στο λεξικό PONS
lit·er·ary ˈcriti·cism ΟΥΣ no pl
criti·cism [ˈkrɪtɪsɪzəm, αμερικ -t̬-] ΟΥΣ
1. criticism no pl (fault-finding):
2. criticism (negative judgement):
3. criticism no pl (analytical evaluation):
lit·er·ary [ˈlɪtərəri, αμερικ -t̬ɚeri] ΕΠΊΘ
1. literary προσδιορ (of literature):
2. literary (sb knowledgeable):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- liter
- literacy
- literacy rate
- literal
- literally
- literary criticism
- literary executor
- literary historian
- literate
- literati
- literature