στο λεξικό PONS
elas·tici·ty [ˌɪlæsˈtɪsəti, αμερικ -ət̬i] ΟΥΣ no pl
1. elasticity (quality of being elastic):
2. elasticity μτφ (flexibility):
- elasticity of a law
- Auslegbarkeit θηλ
3. elasticity ΟΙΚΟΝ:
in·come [ˈɪŋkʌm, αμερικ esp ˈɪn-] ΟΥΣ
elasticity ΟΥΣ
- elasticity ΤΕΧΝΟΛ
- Federkraft θηλ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
income elasticity ΟΥΣ CTRL
elasticity ΟΥΣ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
-
- Elastizität θηλ
income ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.