στο λεξικό PONS
his·tori·cal [hɪˈstɒrɪkəl, αμερικ -ˈstɔ:r-] ΕΠΊΘ
1. historical (concerning history):
2. historical ΧΡΗΜΑΤΟΠ:
- historical data + ενικ/pl ρήμα
-
vola·til·ity [ˌvɒləˈtɪləti, αμερικ ˌvɑ:ləˈtɪlət̬i] ΟΥΣ no pl
1. volatility:
2. volatility (inconsistency):
3. volatility Η/Υ:
4. volatility ΧΡΗΜΑΤΟΠ (fluctuation of values):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
historical volatility ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
volatility ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- histone
- historian
- historic
- historical
- historical atlas
- historical volatility
- historic building stock
- historicism
- historicity
- historic present
- historic site