στο λεξικό PONS
fla·vor ΟΥΣ αμερικ
flavor → flavour
flavour ΟΥΣ
I. fla·vour, αμερικ fla·vor [ˈfleɪvəʳ, αμερικ -ɚ] ΟΥΣ
1. flavour:
2. flavour μτφ (characteristic):
3. flavour μτφ (quality):
4. flavour esp αμερικ (substance):
II. fla·vour, αμερικ fla·vor [ˈfleɪvəʳ, αμερικ -ɚ] ΡΉΜΑ μεταβ
-
- etw würzen [o. abschmecken]
I. fla·vour, αμερικ fla·vor [ˈfleɪvəʳ, αμερικ -ɚ] ΟΥΣ
1. flavour:
2. flavour μτφ (characteristic):
3. flavour μτφ (quality):
4. flavour esp αμερικ (substance):
II. fla·vour, αμερικ fla·vor [ˈfleɪvəʳ, αμερικ -ɚ] ΡΉΜΑ μεταβ
-
- etw würzen [o. abschmecken]
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
flavour molecule ΟΥΣ
flavour ΟΥΣ
| I | flavour |
|---|---|
| you | flavour |
| he/she/it | flavours |
| we | flavour |
| you | flavour |
| they | flavour |
| I | flavoured |
|---|---|
| you | flavoured |
| he/she/it | flavoured |
| we | flavoured |
| you | flavoured |
| they | flavoured |
| I | have | flavoured |
|---|---|---|
| you | have | flavoured |
| he/she/it | has | flavoured |
| we | have | flavoured |
| you | have | flavoured |
| they | have | flavoured |
| I | had | flavoured |
|---|---|---|
| you | had | flavoured |
| he/she/it | had | flavoured |
| we | had | flavoured |
| you | had | flavoured |
| they | had | flavoured |
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- flavorful
- flavoring
- flavorless
- flavorsome
- flavory
- flavour molecule
- flavoursome
- flavoury
- Flavr Savr tomato
- flaw
- flawed