στο λεξικό PONS
PAYE [ˌpi:eɪwaɪˈi:] ΟΥΣ no pl βρετ
PAYE συντομογραφία: pay as you earn
- PAYE taxation
-
pay as you earn ΟΥΣ ΦΟΡΟΛ
-
- Quellenabzug αρσ
pay as you ˈearn ΟΥΣ, PAYE ΟΥΣ esp βρετ
pay as you ˈearn ΟΥΣ, PAYE ΟΥΣ esp βρετ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
PAYE ΟΥΣ ΦΟΡΟΛ
- PAYE (steuerlicher Abzug bereits bei Zahlung bzw. Entlohnung)
- Quellenabzug αρσ
PAYE taxation ΟΥΣ ΦΟΡΟΛ
- PAYE taxation
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
- PAYE taxation