στο λεξικό PONS
I. old [əʊld, αμερικ oʊld] ΕΠΊΘ
1. old person, animal:
2. old object:
3. old after ουσ (denoting an age):
4. old προσδιορ, αμετάβλ (former):
5. old προσδιορ (long known):
6. old προσδιορ, αμετάβλ οικ (expression of affection):
7. old προσδιορ, αμετάβλ μειωτ οικ:
8. old προσδιορ, αμετάβλ οικ (any):
ιδιωτισμοί:
II. old [əʊld, αμερικ oʊld] ΟΥΣ
AUT [ˌeɪju:ˈti:] ΟΥΣ βρετ
AUT συντομογραφία: Association of University Teachers
auto-ˈbronz·ing cream ΟΥΣ βρετ
auto-ˈbronz·er ΟΥΣ βρετ
auto-eroti·cist [ˌɔ:təʊɪˈrɒtɪsɪst, αμερικ ˌɑ:toʊɪˈrɑ:-] ΟΥΣ
auto-eroti·cism [ˌɔ:təʊɪˈrɒtɪsɪzəm, αμερικ ˌɑ:t̬oʊɪˈrɑ:t̬ɪ-] ΟΥΣ no pl
auto-erot·ic [ˌɔ:təʊɪˈrɒtɪk, αμερικ ˌɑ:t̬oʊɪˈrɑ:t̬ɪk] ΕΠΊΘ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
auto financing ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
daub [dɔːb] ΟΥΣ
coast with mud flats
wattle and daub wall
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
adventitious bud
rotting mud, sludge [slʌdʒ] ΟΥΣ
mud bottom ΟΥΣ
leaf bud ΟΥΣ
bud scar
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
traffic stud βρετ ΥΠΟΔΟΜΉ
road stud ΥΠΟΔΟΜΉ
Ορολογία μηχατρονικής της Klett
ˈstud bolt ΟΥΣ
-
- Gewindestift αρσ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.